Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdàdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdado] 1 ο κύβος 2 (da gioco) το ζάρι 3 (da brodo) ο κύβος ζωμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |