Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carriàggio (ουσ αρσ ) càrta (θηλ.ουσ)
carrièra (θηλ.ουσ) cartacarbóne (θηλ.ουσ)
carrierìsmo (ουσ αρσ ) cartàccia (θηλ.ουσ)
carrierìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cartàceo (επίθ.)
carriòla (θηλ.ουσ) cartàio (ουσ αρσ )
carriolànte (ουσ αρσ ) càrtamo (ουσ αρσ )
carrìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cartamodèllo (ουσ αρσ )
càrro (ουσ αρσ ) cartamonéta (θηλ.ουσ)
carropónte (ουσ αρσ ) cartapècora (θηλ.ουσ)
carròzza (θηλ.ουσ) cartapésta (θηλ.ουσ)
carrozzàbile (επίθ.) cartàrio (επίθ.)
carrozzàio (ουσ αρσ ) cartastràccia (θηλ.ουσ)
carrozzàre (ρ. μτβ.) cartàta (θηλ.ουσ)
carrozzèlla (θηλ.ουσ) carteggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carrozzerìa (θηλ.ουσ) cartéggio (ουσ αρσ )
carrozzière (ουσ αρσ ) cartèlla (θηλ.ουσ)
carrozzìna (θηλ.ουσ) cartellìno (ουσ αρσ )
carrozzìno (ουσ αρσ ) cartèllo (ουσ αρσ )
carrozzóne (ουσ αρσ ) cartellóne (ουσ αρσ )
carrùba (ουσ αρσ και θηλ.) cartellonìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
carrùbo (ουσ αρσ ) càrter (ουσ αρσ )
carrùcola (θηλ.ουσ) cartesianìsmo (ουσ αρσ )
carrucolàre (ρ. μτβ.) cartesiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
càrsico (επίθ.) Cartèsio (ουσ αρσ )
carsìsmo (ουσ αρσ ) cartevalori (θηλ. ουσ πληθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: