Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzucchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsukˈketto] 1 καπελάκι χωρίς γείσο 2 σκούφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |