Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzufolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsufolaˈmento], [dzufolaˈmento] 1 ήχος αυλού ή οργάνου 2 σφύριγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |