Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zùfolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsufolo], [ˈdzufolo]

φλάουτο (είδος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zufolio zulu, zulù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zuccone (επίθ.)
zuffa (θηλ.ουσ)
zufolamento (ουσ αρσ )
zufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zufolata (θηλ.ουσ)
zufolio (ουσ αρσ )
zufolo (ουσ αρσ )
zulu, zulù (ουσ αρσ και θηλ.)
zulu, zulù (επίθ.)
zumare (ρ.αμτβ.)
zumata (θηλ.ουσ)
zuppa (θηλ.ουσ)
zuppiera (θηλ.ουσ)
zuppo (επίθ.)
zurighese (ουσ αρσ και θηλ.)
zurighese (επίθ.)
Zurigo (θηλ.ουσ)
zurlare (ρ. μτβ.)
zuzzurellone (ουσ αρσ )
zuzzurullone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---