Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzurighése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dzuriˈgese], [dzuriˈgeze] κάτοικος Ζυρίχης zurighése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dzuriˈgese], [dzuriˈgeze] ο της Ζυρίχης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |