Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzùlu, zulù
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdzulu], [dzuˈlu] 1 αγροίκος 2 άξεστο πρόσωπο 3 Ζουλού zùlu, zulù επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdzulu], [dzuˈlu] ο των Ζουλού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |