Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zucchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkino], [dzukˈkino]

το κολοκυθάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zucchina zucconaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zucchero (ουσ αρσ )
zuccheroso (επίθ.)
zucchetta (θηλ.ουσ)
zucchetto (ουσ αρσ )
zucchina (θηλ.ουσ)
zucchino (ουσ αρσ )
zucconaggine (θηλ.ουσ)
zuccone (ουσ αρσ )
zuccone (επίθ.)
zuffa (θηλ.ουσ)
zufolamento (ουσ αρσ )
zufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zufolata (θηλ.ουσ)
zufolio (ουσ αρσ )
zufolo (ουσ αρσ )
zulu, zulù (ουσ αρσ και θηλ.)
zulu, zulù (επίθ.)
zumare (ρ.αμτβ.)
zumata (θηλ.ουσ)
zuppa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---