Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzucchìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsukˈkino], [dzukˈkino] το κολοκυθάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |