Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzùcchero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsukkero] η ζάχαρη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbarbabietola [θηλ.] da zucchero = το ζαχαρότευτλο || caffè [αρσ.] con poco zucchero = ο καφές μέτριος || zucchero [αρσ.] di canna = το ζαχαροκάλαμο || zucchero [αρσ.] filato = το μαλλί της γριάς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |