Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzuccherìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tsukkeˈrino] 1 γλειφιτζούρι 2 καραμέλα 3 κουφέτο 4 ζαχαρωτό 5 γλύκισμα zuccherìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tsukkeˈrino] 1 σακχαρούχος 2 ζαχαρένιος 3 γλυκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |