Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zuccherifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsukkeriˈfiʧo]

εργοστάσιο ζάχαρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zuccheriero zuccherino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zuccherare (ρ. μτβ.)
zuccherato (επίθ.)
zuccheriera (θηλ.ουσ)
zuccheriere (ουσ αρσ )
zuccheriero (επίθ.)
zuccherificio (ουσ αρσ )
zuccherino (ουσ αρσ )
zuccherino (επίθ.)
zucchero (ουσ αρσ )
zuccheroso (επίθ.)
zucchetta (θηλ.ουσ)
zucchetto (ουσ αρσ )
zucchina (θηλ.ουσ)
zucchino (ουσ αρσ )
zucconaggine (θηλ.ουσ)
zuccone (ουσ αρσ )
zuccone (επίθ.)
zuffa (θηλ.ουσ)
zufolamento (ουσ αρσ )
zufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---