Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zittìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsitˈtio]

1 γιουχάισμα
2 αποστόμωση
3 σφύριγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zittare zittire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zitellona (θηλ.ουσ)
zitellone (ουσ αρσ )
zito (ουσ αρσ )
zitotecnia (θηλ.ουσ)
zittare (ρ. μτβ.)
zittio (ουσ αρσ )
zittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zitto (επίθ.)
zizzania (θηλ.ουσ)
zizzola (θηλ.ουσ)
zizzolo (ουσ αρσ )
zoccolaio (ουσ αρσ )
zoccolante (αρσ. επίθ και ουσ)
zoccolare (ρ.αμτβ.)
zoccolata (θηλ.ουσ)
zoccolatura (θηλ.ουσ)
zoccolino (ουσ αρσ )
zoccolio (ουσ αρσ )
zoccolo (ουσ αρσ )
zodiacale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---