Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzoccolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [tsokkoˈlare] 1 κάνω θόρυβο (επειδή φορώ τσόκαρα) 2 περπατώ άχαρα και με θόρυβο 3 κροτώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |