Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzòccolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔkkolo] 1 (calzatura) το τσόκαρο 2 (di cavallo) η οπλή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |