Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzòlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔlla], [ˈdzɔlla] 1 πλάκα (γεωλογική) 2 σβόλος ζάχαρης 3 τύρφη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |