Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zòlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔlla], [ˈdzɔlla]

1 πλάκα (γεωλογική)
2 σβόλος ζάχαρης
3 τύρφη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zolfo zolletta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zolfanello (ουσ αρσ )
zolfara (θηλ.ουσ)
zolfare (ρ. μτβ.)
zolfatara (θηλ.ουσ)
zolfo (ουσ αρσ )
zolla (θηλ.ουσ)
zolletta (θηλ.ουσ)
zona (θηλ.ουσ)
zonale (επίθ.)
zonatura (θηλ.ουσ)
zonizzazione (θηλ.ουσ)
zonzo (ουσ αρσ )
zoo (ουσ αρσ )
zoochimica (θηλ.ουσ)
zoofilia (θηλ.ουσ)
zoofilo (ουσ αρσ )
zoofilo (επίθ.)
zoofobia (θηλ.ουσ)
zoofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
zooforo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---