Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzónzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdzondzo] solo nelle locuzioni seguenti permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare a zonzo = περιδιαβαίνω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |