Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zoografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dzoograˈfia]

ζωογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zooglea zoolatria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zoofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
zooforo (επίθ.)
zoogenico (επίθ.)
zoogeografia (θηλ.ουσ)
zooglea (θηλ.ουσ)
zoografia (θηλ.ουσ)
zoolatria (θηλ.ουσ)
zoologia (θηλ.ουσ)
zoologico (επίθ.)
zoologo (ουσ αρσ )
zoom (ουσ αρσ )
zoometria (θηλ.ουσ)
zoonosi (θηλ.ουσ)
zooplancton (ουσ αρσ )
zoopsia (θηλ.ουσ)
zoospora (θηλ.ουσ)
zootecnia (θηλ.ουσ)
zootecnico (ουσ αρσ )
zootecnico (επίθ.)
zootoca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---