Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzoccolànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [tsokkoˈlante] κάποιος που κάνει θόρυβο (επειδή φορά τσόκαρα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |