Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zoccolàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsokkoˈlajo]

1 κατασκευαστής τσόκαρων
2 πωλητής τσόκαρων
3 φορτικός άνθρωπος
4 άξεστο πρόσωπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zizzolo zoccolante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zitto (επίθ.)
zizzania (θηλ.ουσ)
zizzola (θηλ.ουσ)
zizzolo (ουσ αρσ )
zoccolaio (ουσ αρσ )
zoccolante (αρσ. επίθ και ουσ)
zoccolare (ρ.αμτβ.)
zoccolata (θηλ.ουσ)
zoccolatura (θηλ.ουσ)
zoccolino (ουσ αρσ )
zoccolio (ουσ αρσ )
zoccolo (ουσ αρσ )
zodiacale (επίθ.)
zodiaco (ουσ αρσ )
zoidiofilia (θηλ.ουσ)
zoidiofilo (επίθ.)
zolfanello (ουσ αρσ )
zolfara (θηλ.ουσ)
zolfare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---