ItalianoGreco


zoccolàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsokkoˈlajo]

1 κατασκευαστής τσόκαρων
2 πωλητής τσόκαρων
3 φορτικός άνθρωπος
4 άξεστο πρόσωπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---