Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzìtto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtsitto] σιωπηλός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαstare zitto = σωπαίνω || zitto! = σκάσε! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |