Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zitellóna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tsitelˈlona], [dzitelˈlona]

γριά γεροντοκόρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zitella zitellone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zircone (ουσ αρσ )
zirconio (ουσ αρσ )
zirlare (ρ.αμτβ.)
zirlo (ουσ αρσ )
zitella (θηλ.ουσ)
zitellona (θηλ.ουσ)
zitellone (ουσ αρσ )
zito (ουσ αρσ )
zitotecnia (θηλ.ουσ)
zittare (ρ. μτβ.)
zittio (ουσ αρσ )
zittire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zitto (επίθ.)
zizzania (θηλ.ουσ)
zizzola (θηλ.ουσ)
zizzolo (ουσ αρσ )
zoccolaio (ουσ αρσ )
zoccolante (αρσ. επίθ και ουσ)
zoccolare (ρ.αμτβ.)
zoccolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---