Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόzitèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tsiˈtɛlla], [dziˈtɛlla] η γεροντοκόρη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |