Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvenezuelàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [venettsweˈlano], [veneddzweˈlano] κάτοικος της Βενεζουέλας venezuelàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [venettsweˈlano], [veneddzweˈlano] ο της Βενεζουέλας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |