Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


veniènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [veˈnjɛnte]

1 επόμενος
2 προσεχής
3 προπομπός
4 ερχόμενος
5 αναμενόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venialità venire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

venezuelano (ουσ αρσ )
venezuelano (επίθ.)
venia (θηλ.ουσ)
veniale (επίθ.)
venialità (θηλ.ουσ)
veniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venire (ουσ αρσ )
venire (ρ.αμτβ.)
venoso (επίθ.)
ventaglia (θηλ.ουσ)
ventagliaio (ουσ αρσ )
ventaglio (ουσ αρσ )
ventata (θηλ.ουσ)
ventennale (ουσ αρσ )
ventennale (επίθ.)
ventenne (ουσ αρσ )
ventenne (θηλ.ουσ)
ventenne (επίθ.)
ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---