Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόventennàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ventenˈnale] εικοστή επέτειος ventennàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ventenˈnale] 1 που συμβαίνει κάθε είκοσι χρόνια 2 εικοσαετής σε διάρκεια ή περίοδο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |