Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vénti  
απόλυτο αριθμητικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈventi]

είκοσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventesimo venticinque  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere vent'anni = είμαι είκωση χρονών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventenne (θηλ.ουσ)
ventenne (επίθ.)
ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )
ventesimo (επίθ.)
venti ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinquenne (αρσ. επίθ και ουσ)
venticinquenne (θηλ.ουσ)
venticinquennio (ουσ αρσ )
venticinquesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventidue (αρσ. επίθ και ουσ)
ventiduesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventilabro (ουσ αρσ )
ventilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ventilato (επίθ.)
ventilatore (ουσ αρσ )
ventilazione (θηλ.ουσ)
ventimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventimillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---