Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ventimillèsimo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ventimilˈlɛzimo]

εικοστός χιλιοστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventimila ventina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ventilato (επίθ.)
ventilatore (ουσ αρσ )
ventilazione (θηλ.ουσ)
ventimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventimillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
ventina (θηλ.ουσ)
ventino (ουσ αρσ )
ventinove (αρσ. επίθ και ουσ)
ventinovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventiquattresimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventiquattro ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventisei ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventiseiesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
ventisette (αρσ. επίθ και ουσ)
ventisettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventitré ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventitreesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
vento (ουσ αρσ )
ventola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---