Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛnto]

ο άνεμος, ο αγέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventitreesimo ventola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giacca [θηλ.] a vento = το αντιανεμικό μπουφάν || tira vento = φυσάει


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventiseiesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
ventisette (αρσ. επίθ και ουσ)
ventisettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventitré ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventitreesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
vento (ουσ αρσ )
ventola (θηλ.ουσ)
ventosa (θηλ.ουσ)
ventosità (θηλ.ουσ)
ventoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ventottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventotto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventrale (αρσ. επίθ και ουσ)
ventre (ουσ αρσ )
ventresca (θηλ.ουσ)
ventricolare (επίθ.)
ventricolo (ουσ αρσ )
ventriera (θηλ.ουσ)
ventriglio (ουσ αρσ )
ventriloquio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---