Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛnto] ο άνεμος, ο αγέρας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiacca [θηλ.] a vento = το αντιανεμικό μπουφάν || tira vento = φυσάει Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |