Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόventósa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [venˈtosa], [venˈtoza] 1 βεντούζα ζώου 2 μυζητικό όργανο όντων 3 εκμυζητήρας 4 βεντούζα 5 μυζητήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |