Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvèntola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛntola] 1 συσκευή λιχνίσματος 2 βεντάλια για αναρρίπιση της φωτιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |