Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ventrésca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [venˈtreska]

κοιλιά τόνου σε λάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventre ventricolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ventottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventotto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventrale (αρσ. επίθ και ουσ)
ventre (ουσ αρσ )
ventresca (θηλ.ουσ)
ventricolare (επίθ.)
ventricolo (ουσ αρσ )
ventriera (θηλ.ουσ)
ventriglio (ουσ αρσ )
ventriloquio (ουσ αρσ )
ventriloquo (ουσ αρσ )
ventunenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ventunesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventuno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventura (θηλ.ουσ)
venturiere (αρσ. επίθ και ουσ)
venturiero (αρσ. επίθ και ουσ)
venturimetro (ουσ αρσ )
venturo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---