Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ventóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [venˈtoso], [venˈtozo]

1 φαντασμένος
2 πομπώδης
3 κομπαστικός
4 στομφώδης
5 ανεμοδαρμένος
6 ανεμόδαρτος
7 εκτεθειμένος στον αέρα
8 ανεμώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventosità ventottesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventitreesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
vento (ουσ αρσ )
ventola (θηλ.ουσ)
ventosa (θηλ.ουσ)
ventosità (θηλ.ουσ)
ventoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ventottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventotto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventrale (αρσ. επίθ και ουσ)
ventre (ουσ αρσ )
ventresca (θηλ.ουσ)
ventricolare (επίθ.)
ventricolo (ουσ αρσ )
ventriera (θηλ.ουσ)
ventriglio (ουσ αρσ )
ventriloquio (ουσ αρσ )
ventriloquo (ουσ αρσ )
ventunenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ventunesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventuno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---