Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόventóso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [venˈtoso], [venˈtozo] 1 φαντασμένος 2 πομπώδης 3 κομπαστικός 4 στομφώδης 5 ανεμοδαρμένος 6 ανεμόδαρτος 7 εκτεθειμένος στον αέρα 8 ανεμώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |