Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόventilazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ventilatˈtsjone] ο αερισμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαimpianto [αρσ.] di ventilazione = εγκατάσταση εξαερισμού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |