Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venticinquènne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,ventiʧinˈkwɛnne]

εικοσιπεντάρης

venticinquènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ventiʧinˈkwɛnne]

εικοσιπεντάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venticinque venticinquennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )
ventesimo (επίθ.)
venti ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinquenne (αρσ. επίθ και ουσ)
venticinquenne (θηλ.ουσ)
venticinquennio (ουσ αρσ )
venticinquesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventidue (αρσ. επίθ και ουσ)
ventiduesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventilabro (ουσ αρσ )
ventilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ventilato (επίθ.)
ventilatore (ουσ αρσ )
ventilazione (θηλ.ουσ)
ventimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventimillesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
ventina (θηλ.ουσ)
ventino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---