Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [veˈnoso], [veˈnozo]

φλεβικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  venire ventaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veniale (επίθ.)
venialità (θηλ.ουσ)
veniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venire (ουσ αρσ )
venire (ρ.αμτβ.)
venoso (επίθ.)
ventaglia (θηλ.ουσ)
ventagliaio (ουσ αρσ )
ventaglio (ουσ αρσ )
ventata (θηλ.ουσ)
ventennale (ουσ αρσ )
ventennale (επίθ.)
ventenne (ουσ αρσ )
ventenne (θηλ.ουσ)
ventenne (επίθ.)
ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )
ventesimo (επίθ.)
venti ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---