Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


venìre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veˈnire]

1 επέλευση
2 προσέλευση
3 έλευση
4 ερχομός
5 άφιξη
6 φτάσιμο

venìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [veˈnire]

έρχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  veniente venoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


venire a galla = βγαίνω στην επιφάνεια || venite! # (Σεις) venga! = ελάτε! || verrò non appena avrò terminato = μόλις τελειώνω θα έρθω || vieni! = έλα!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

venezuelano (επίθ.)
venia (θηλ.ουσ)
veniale (επίθ.)
venialità (θηλ.ουσ)
veniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venire (ουσ αρσ )
venire (ρ.αμτβ.)
venoso (επίθ.)
ventaglia (θηλ.ουσ)
ventagliaio (ουσ αρσ )
ventaglio (ουσ αρσ )
ventata (θηλ.ουσ)
ventennale (ουσ αρσ )
ventennale (επίθ.)
ventenne (ουσ αρσ )
ventenne (θηλ.ουσ)
ventenne (επίθ.)
ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )
ventesimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---