Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόventagliàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ventaʎˈʎajo] 1 κάποιος που πουλά βεντάλιες 2 κατασκευαστής που κάνει βεντάλιες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |