Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ventagliàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ventaʎˈʎajo]

1 κάποιος που πουλά βεντάλιες
2 κατασκευαστής που κάνει βεντάλιες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ventaglia ventaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

veniente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
venire (ουσ αρσ )
venire (ρ.αμτβ.)
venoso (επίθ.)
ventaglia (θηλ.ουσ)
ventagliaio (ουσ αρσ )
ventaglio (ουσ αρσ )
ventata (θηλ.ουσ)
ventennale (ουσ αρσ )
ventennale (επίθ.)
ventenne (ουσ αρσ )
ventenne (θηλ.ουσ)
ventenne (επίθ.)
ventennio (ουσ αρσ )
ventesimo (ουσ αρσ )
ventesimo (επίθ.)
venti ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
venticinquenne (αρσ. επίθ και ουσ)
venticinquenne (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---