Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόVenèzia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [veˈnɛttsja] η Βενετία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabitare a Venezia = μένω στην βενετία || essere a Venezia = είμαι στη Βενετία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |