Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiranneggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tirannedˈʤare]

1 δυναστεύω
2 φέρνομαι δεσποτικά
3 βασανίζω
4 ξεροψήνω
5 καταδυναστεύω
6 τυραννώ
7 καταπιέζω
8 κατατυραννώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiranneggiamento tirannesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tiraggio (ουσ αρσ )
tiralatte (ουσ αρσ )
tiralinee (ουσ αρσ )
tiramisù (ουσ αρσ )
tiranneggiamento (ουσ αρσ )
tiranneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tirannesco (επίθ.)
tirannia (θηλ.ουσ)
tirannicamente (επίρ.)
tirannicida (ουσ αρσ και θηλ.)
tirannicida (επίθ.)
tirannicidio (ουσ αρσ )
tirannico (επίθ.)
tirannide (θηλ.ουσ)
tiranno (ουσ αρσ )
tiranno (επίθ.)
tirannosauro (ουσ αρσ )
tirante (αρσ. επίθ και ουσ)
tirapiedi (ουσ αρσ )
tirapranzi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---