Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtiranneggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tirannedʤaˈmento] 1 δεινοπάθηση 2 παιδωμή 3 βασανισμός 4 τυράννισμα 5 βασάνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |