Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈradʤo]

1 τράβηγμα σόμπας ή τζακιού
2 τράβηγμα (για ελκυσμό αερίων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tirabusciò tiralatte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tipula (θηλ.ουσ)
tirabaci (ουσ αρσ )
tirabozze (ουσ αρσ και θηλ.)
tirabrace (ουσ αρσ )
tirabusciò (ουσ αρσ )
tiraggio (ουσ αρσ )
tiralatte (ουσ αρσ )
tiralinee (ουσ αρσ )
tiramisù (ουσ αρσ )
tiranneggiamento (ουσ αρσ )
tiranneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tirannesco (επίθ.)
tirannia (θηλ.ουσ)
tirannicamente (επίρ.)
tirannicida (ουσ αρσ και θηλ.)
tirannicida (επίθ.)
tirannicidio (ουσ αρσ )
tirannico (επίθ.)
tirannide (θηλ.ουσ)
tiranno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---