Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtiràggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tiˈradʤo] 1 τράβηγμα σόμπας ή τζακιού 2 τράβηγμα (για ελκυσμό αερίων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |