Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtiralìnee
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,tiraˈlinee] 1 γραμμοσύρτης 2 πένα σε σχεδιαστικό κανόνα (για παράλληλες γραμμές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |