Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suffumicaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suffumikaˈmento]

κάπνισμα (κρέατος κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suffruticoso suffumicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suffragetta (θηλ.ουσ)
suffragio (ουσ αρσ )
suffragista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
suffrutice (ουσ αρσ )
suffruticoso (επίθ.)
suffumicamento (ουσ αρσ )
suffumicare (ρ. μτβ.)
suffumigio (ουσ αρσ )
suggellare (ρ. μτβ.)
suggello (ουσ αρσ )
suggerimento (ουσ αρσ )
suggerire (ρ. μτβ.)
suggeritore (αρσ. επίθ και ουσ)
suggestionabile (επίθ.)
suggestionabilità (θηλ.ουσ)
suggestionare (ρ. μτβ.)
suggestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
suggestionato (επίθ.)
suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---