Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strangolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strangolaˈmento]

1 καρύδωμα
2 πνίξιμο
3 στραγγαλισμός
4 αποπνιγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stranamente strangolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strame (ουσ αρσ )
stramonio (ουσ αρσ )
strampalato (αρσ. επίθ και ουσ)
strampaleria (θηλ.ουσ)
stranamente (επίρ.)
strangolamento (ουσ αρσ )
strangolare (ρ. μτβ.)
strangolarsi (ρ.μ. (αντων.))
strangolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strangolatorio (επίθ.)
stranguglione (ουσ αρσ )
stranguria (θηλ.ουσ)
straniare (ρ. μτβ.)
straniarsi (ρ.μ. (αντων.))
straniero (ουσ αρσ )
straniero (επίθ.)
stranito (επίθ.)
strano (επίθ.)
straordinariamente (επίρ.)
straordinariato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---