Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstramònio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straˈmɔnjo] 1 στραμώνιον η δατούρα (φυτό) 2 πορδόχορτο 3 χόρτο datura stramonium permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |