Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstràme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrame] 1 φορβή 2 ταγή 3 υλικό στρώματος ζώου (άχυρα κλπ) 4 χόρτο 5 νομή 6 σανός 7 άχυρο 8 κτηνοτροφή 9 ζωοτροφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |