Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstramazzóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stramatˈtsone] 1 άγριο γκρέμισμα 2 βαρύ πέσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |