Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strampalàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [strampaˈlato]

1 νεοφανής
2 αλλόκοτος
3 ξενοπρεπής
4 εκκεντρικός
5 παράξενος
6 ιδιόρρυθμος
7 ιδιότροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stramonio strampaleria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stramberia (θηλ.ουσ)
strambo (επίθ.)
strambotto (ουσ αρσ )
strame (ουσ αρσ )
stramonio (ουσ αρσ )
strampalato (αρσ. επίθ και ουσ)
strampaleria (θηλ.ουσ)
stranamente (επίρ.)
strangolamento (ουσ αρσ )
strangolare (ρ. μτβ.)
strangolarsi (ρ.μ. (αντων.))
strangolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
strangolatorio (επίθ.)
stranguglione (ουσ αρσ )
stranguria (θηλ.ουσ)
straniare (ρ. μτβ.)
straniarsi (ρ.μ. (αντων.))
straniero (ουσ αρσ )
straniero (επίθ.)
stranito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---