Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstagnaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [staɲɲaˈmento] 1 μούχλιασμα 2 νέκρα 3 αποτελμάτωση 4 αναδουλειά 5 λίμνασμα 6 μαρασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |