ItalianoGreco


stagnatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staɲɲaˈtura]

1 κασσιτέρωση
2 συγκόλληση
3 κόλλημα με ηλεκτρικό κολλητήρι
4 γάνωμα
5 επικασσιτέρωση
6 καλάισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---